- μυστήριος
- -α, -οάνθρωπος παράξενος, αινιγματικός, ύποπτος: Στο διπλανό διαμέρισμα μένει ένας μυστήριος άντρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυστήριος — α, ο (Μ μυστήριος, ία, ον) το ουδ. ως ουσ. βλ. μυστήριο νεοελλ. παράξενος, μυστηριώδης, ακατανόητος μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυστήριος α) μύστης β) κοινωνός, έμπιστος. επίρρ... μυστηρίως (Α) μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το… … Dictionary of Greek
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
μυστηρίως — (Α) επίρρ. βλ. μυστήριος … Dictionary of Greek